Με τη δροσούλα του ακόμα, ευτυχώς, με τις παραλίες να ετοιμάζονται να υποδεχτούν τα χαλαρά και παχουλούτσικα σαρκία μας τα ξασπρουλιάρικα. Ξασπρουλιάρικο και παχουλούτσικο ήταν (τότε) και το αγόρι στα πρώτα έτη του Πολυτεχνείου κι από καλή οικογένεια -γιος καθηγητή. Η μαμά του δασκάλα στο πιάνο, τον είχε στρώσει για τα καλά και τον προόριζε για το Μότσαρτ το Β'. Καλού κακού, τον στέλναν και στη Γαλλική Ακαδημία, αλλά και στο Στρατηγάκη. Μπορεί να διέπρεπε διεθνώς το παιδί, να μην ήξερε να μιλήσει;
Ηξερε να μιλήσει βέβαια, αλλά μονάχα στους κολλητούς. Στο μπαμπά και στη μαμά μπροστά, στεκότανε σούζα. Ούτε και όταν σωνόταν το χαρτζηλίκι έλεγε κουβέντα και η παρέα τον συνδράμαμε, κάθε που ο μήνας πλησίαζε προς το τέλος του. Αυτό είχε καταντήσει το μαρτύριό του, να δανείζεται από παιδιά πιο φτωχά από κείνον, αλλά που έκαναν καλύτερο κουμάντο ή λάβαιναν περισσότερα απο αυτόν, το καλομαθημένο πλουσιόπαιδο. Και μια μέρα τον χάσαμε. Μια βδομάδα δεν είχε πατήσει σε καμιά παράδοση. Κάποιος ρώτησε τον καθηγητή μπαμπά του, αλλά εκείνος τα μάσησε, κάτι για αρρώστεια είπε. Δε δώσαμε σημασία και περιμέναμε να δώσει σημεία ζωής ο φίλος μας, μια και το τηλέφωνο δεν απάνταγε και η πόρτα του σπιτιού του έμενε κλειστή: Ο καθηγητής εργαζόταν σκληρά και ήθελε ησυχία.
Μια μέρα του Ιουνίου, πριν πάρα πολλά χρόνια, περνούσα από ένα γιαπί. Η Αθήνα χτιζόταν και φτιασιδωνόταν άγαρμπα, σα γριά τσατσά, αλλά με ταχύτητα νεαρής κοπελίτσας. Τότε λοιπόν συνάντησα μια γνωστή φιγούρα. Ναι, ήταν ο Κώστας, μ' ένα αυτοσχέδιο φακιόλι στα σγουρά του, μη του κάψει ο ήλιος το κεφάλι. Κουβαλούσε ένα τενεκέ λάσπη στον ώμο του, όπου είχε βάλει ένα πανί για να προστατέψει το τρυφερό του δέρμα, και ανέβαινε τη σκαλωσιά. Περίμενα υπομονετικά να κατέβει να ρωτήσω, να μάθω τι είχε συμβεί, να βεβαιωθώ πως ήταν καλά.
Κατέβηκε, με πήρε το μάτι του, αλλά σα να έκανε ότι δε με είδε και κατευθύνθηκε προς το αναδευτήρι να του ξαναγεμίσουν τον τενεκέ. Ετρεξα κοντά του και τον καλημέρισα. «Εχω δουλειά, δε βλέπεις;» μου είπε, αλλά δέχτηκε να έρθει να φάμε μαζί το μεσημέρι, όταν θα σχολούσε. Εφυγα, πήγα στο διαμερισματάκι μου, άνοιξα το ψυγείο του πάγου, είχα εκεί κολοκυθάκια για γεμιστά, δεν προλάβαινα όμως να τα μαγειρέψω εκείνη την ώρα κι έτσι τα έκοψα μαζί με πατάτες σε λεπτές φέτες και τα πήγα στο γειτονικό φούρνο για μπριάμ.
Ο Κώστας έφτασε κατά τις τέσσερις, φάγαμε με όρεξη, σχεδόν καταβρόχθισε ολόκληρο το ταψί, γελάσαμε πολύ με τη διήγησή του περί των γεγονότων που είχαν συμβεί τελευταία στο σπίτι του, πώς δηλαδή αποφάσισε να φύγει από εκεί, τι λόγια αντάλλαξε με τον αυστηρό του πατέρα και τη "μη-μου άπτου" μαμάκα του. Τα «τι θα πει ο κόσμος» που τού 'λεγαν, τα αντιγύριζε πολύ έξυπνα με φράσεις του τύπου «θα πει ότι ο γιος επιτέλους μεγάλωσε και αναλαμβάνει τις ευθύνες του» και άλλες παρόμοιες. Μου έδειξε την ξεφλουδισμένη πλάτη του και την πληγή στον ώμο, αλλά πρόσεξα πόσο είχε προλάβει να αλλάξει, μαζί με τον τόνο της φωνής του, και το σώμα του. Μέσα σε λίγες μέρες είχαν αποκτήσει μια λάμψη οι μύες, λύγιζε το χέρι σφίγγοντας τη γροθιά και ξεπεταγόταν ένα στρουμπουλό ποντίκι! Τότε δεν υπήρχαν γυμναστήρια.
Ο Κώστας έχασε την εξεταστική περίοδο του Ιουνίου εκείνη τη χρονιά. Επέστρεψε σπίτι του, συζήτησε σε νέα βάση με τους γονείς του, οι οποίοι δεν ήταν και κούτσουρα και κατάλαβαν τις ανάγκες του γιού τους να αυτονομηθεί, βρέθηκε μια μέση λύση ώσπου να τελειώσει τις σπουδές του, για την προσωπική του ζωή και τα οικονομικά του δηλαδή, έδωσε εξετάσεις το Σεπτέμβρη και πέρασε τη χρονιά με τα τσαρούχια που λένε.
________________
ΣΗΜ. Η ιστορία είναι αληθινή, άλλαξα μόνο το όνομα του ήρωα και τη Σχολή του. Τη θυμήθηκα με την ευκαιρία ενός σχολίου που έστειλα σε ένα διαδικτυακό μου φιλαράκι και ανέβασα αυτό το ποστ. Ο,τι γράφω εδώ, προέρχεται κι από κάποια σχετική εικόνα. Τα φανταστικά τα γράφω στο blogometro.
2 σχόλια:
Eίναι ωραίο να διεκδικεί την ισοτιμία του το μοναχοπαίδι μιας οικογένειας και μάλιστα εκείνων των χρόνων.
Είναι ωραίο να "ανδρώνεται" κανείς..
Καλησπέρα rodia μου!
Ναι, έτσι είναι Κατερίνα μου...
Σήμερα είναι ένας υπέροχος παπούς!
Οι εποχές παλιότερα ίσως να ήταν δυσκολότερες, αλλά οι άνθρωποι τολμούσαν πιο εύκολα. Μάλλον επειδή ο "αντίπαλος" ήταν πιο κοντινός και συγκεκριμένος: άλλο να τα βάζει κανείς με την οικογένεια, με κάτι που γνωρίζει δλδ, και άλλο με το άγνωστο και αφηρημένο.. την ανεργία, τη φτώχεια, κλπ κλπ
:-)
Δημοσίευση σχολίου