Το Μπάμπη τον έχασα στα δεκαπέντε. Εκανε εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, ο γιατρός ξέχασε μια λαβίδα, έπαθε περιτονίτιδα, και πάει το παληκαράκι. Σκέψου να δεις πως είχε και μάνα γιατρίνα. Ούτε αυτό τον έσωσε. Μαζί μεγαλώναμε, παίζαμε, τρωγόμαστε, σαν όλα τα συνομίληκα ξαδέρφια. Λίγο μικρότερη και πάρα ζωηρή, όλο τον πείραζα και του έσπαγα τα νεύρα. Σφύριζα όταν παίζαμε σκάκι για να του αποσπώ την προσοχή -έτσι έλεγε δλδ και'γώ δε σταμάταγα να σφυρίζω. Εκείνο το καλοκαίρι, λίγο πριν την εγχείρηση, μου κράτησε κάποια στιγμή το χέρι μουρμουρίζοντας ένα σαχλοτράγουδο της εποχής "κοριτσάρα, κοριτσάρα, κοριτσάρα μου, είσαι το πάθος το μεράκι κι η λαχτάρα μου.." και του έδωσα μια ξυλιά που μου χάλασε τη ρομάντζα και μπήκα στο σπίτι να πιω νερό. Πέθανε στις 15 Αυγούστου. Θυμάμαι το πρόσωπό του κάτασπρο, τα χείλη μελανιά και τα μαλλιά θαμπά. Δεν έκλαψα. Είχα κλάψει την προηγούμενη νύχτα, όταν παρακαλούσα το Θεό "κάνε Θεέ μου να μη πεθάνει ο Μπάμπης" όλη τη νύχτα γονατιστή στο κρεβάτι μου. Το πρωί ήρθαν τα κακά μαντάτα και κατάλαβα ότι Θεός δεν υπάρχει. Μετά την κηδεία, πήγαμε σινεμά με τ' αδέρφια μου και είδαμε τη "Συντέλεια του Κόσμου", ένα φιλμ μαυρόασπρο με μονότονη μουσική "νιναρά-α-να νιναρά-α-α-να.."
1 σχόλιο:
Θυμάσαι; "Και μένει μόνο ένα γιατί"...
Καλό βράδυ, Μαρίνα
Δημοσίευση σχολίου