Η σοφία είναι πολύ χοντρή, η δική μου τουλάχιστον είναι τετράπαχη. Βαρύγδουπη. Οταν βαδίζει αφήνει ένα συνεχή ήχο «γδουπ-γδουπ-γδουπ» σα να βηματίζει ένα υπερβολικά ογκώδες πλάσμα. Για τούτο δυσκολεύονται οι σοφοί να την περιμαζέψουν. Ξεχειλίζει απο τον εγκέφαλο και ξεχύνεται δεξιά-ζερβά.
Συχνά παρεξηγείται απο τους ανθρώπους, ότι τάχα αυτό που ξεχειλίζει δεν είναι σοφία αλλά βλακεία. Αυτό όμως δε γίνεται να το διακρίνουν οι απλοί άνθρωποι. Μόνο ένας άλλος σοφός είναι δυνατό να εκφέρει γνώμη. Ετσι, οι σοφοί είναι αναγνωρίσιμοι μονάχα μεταξύ τους.
Ενας σοφός παράγεται απο κοινό ανθρώπινο υλικό. Μεταξύ των ομοίων του φαντάζει ως ακατανόητος, αν όχι ως βλαξ συνηθέστατα, μέχρι να γίνει η αναγνώρισή του απο την κάστα των σοφών. Οταν αναγνωριστεί, τυγχάνει μεγάλης προβολής μέσα σε αυτό το συνάφι. Κατόπιν, η φήμη της σοφίας του εκβάλλεται και προς τον υπόλοιπο κόσμο, των αφελών κοινών ανθρώπων, οι οποίοι βλαστημούν που δεν τον κατάλαβαν απο μόνοι τους νωρίτερα.
Ενας σοφός, φυσικά, μπορεί να είναι σοφός μη αναγνωρισμένος, με σοφία αναγνωρίσιμη μόνο απο τον ίδιο, ένας σοφός σε αναμονή αναγνώρισης. Τυχαίνει μερικοί σοφοί να αναγνωρίζονται μετά θάνατο. Αυτό κοστίζει φτηνότερα σε αβαρίες -συναισθηματικές και οικονομικές- των υπολοίπων αναγνωρισμένων σοφών, οι οποίοι λυμαίνονται -εν ζωή- τα μέσα επικοινωνίας.
Τυχαίνει όμως επίσης, κάποιοι αναγνωρισμένοι σοφοί μιας εποχής, μετά το θάνατό τους να εκπίπτουν παταγωδώς. Να μπαίνουν στα αζήτητα. Κανείς να μη τους θυμάται, κανείς να μη τους μνημονεύει, ή, στη χειρότερη περίπτωση, να τους σκατοψυχάνε συλήβδην. Να αμαυρώνουν την εικόνα τους. Η σοφία τους, αυτό που ξεχείλιζε δηλαδή απο τον εγκέφαλό τους, ήταν μεν βαρύγδουπη αλλά δεν ήταν καθαρή σοφία. Ενα συνονθύλευμα λέξεων ανακατεμένων με παράξενο τρόπο μάλλον ήταν, έτσι ώστε να ξεγελά και να φαίνεται ως σοφία.
Καμμιά φορά τυχαίνει και κάτι άλλο. Να είναι ένας σοφός τεμπέλης ή να είναι τόσο σίγουρος για την αξία της σοφίας του, ώστε να αμολά δυνανάλογα τσιτάτα. Τη μια σοφά και την άλλη βλακώδη, παίζοντας με το εκάστοτε ακροατήριό του. Σα να θέλει να μάθει αν και πόσο τον καταλαβαίνει ο κόσμος.
Ο κόσμος όμως, οι απλοί άνθρωποι δηλαδή, δε θέλει να κουράζει το μυαλουδάκι του. Αφήνει πάντα το δύσκολο έργο της αναγνώρισης ενός σοφού στους ομοίους του. Το παιχνίδι πάει στράφι λοιπόν και ο παιχνιδιάρης σοφός κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως ελαφρύς.
Ενας απλός άνθρωπος γνωρίζει απο πείρα ότι πρώτα οργώνεται ένα χωράφι, μετά σπέρνεται, φυτρώνει, και ύστερα -αν δεν συμβεί κάποια θεομηνία- θερίζεται. Ο καλός θερισμός είναι αποτέλεσμα του καλού οργώματος και της καλής σποράς φυσικά.
Ενας σοφός όμως μπορεί να αντιστρέψει τη φορά της φύσης, να οργώσει αφού θερίσει, δηλαδή το αποτέλεσμα ενός θερισμού να είναι ένα όργωμα. Να περιμένει τι όργωμα θα γίνει μετά απο ένα καλό θερισμό. Ο σοφός αυτός κινδυνεύει να κακοχαρακτηριστεί ως ελαφρύς, τη στιγμή μάλιστα που έχει ήδη δώσει ένα σωρό δείγματα της αληθινής σοφίας του, αν και δεν αμφισβητείται δηλαδή ως προς το βάρος.
Τι κάνει ένα σοφό να θέλει -να επιζητεί- την αμφισβήτισή του; Ενα καλό ερώτημα για καλοκαιρινή σκέψη αφήνω εδώ πέρα.
----------------
λίγο παλιό (2003) αλλά επίκαιρο
1 σχόλιο:
Το ότι είναι σοφός, ίσως;
Σ;))))))
Δημοσίευση σχολίου